- οιστρήλατος
- -η, -ο (Α οἰστρήλατος, -ον)(για ζώα) αυτός που διεγέρθηκε από τσίμπημα οίστρου και βρίσκεται σε κατάσταση μανίαςνεοελλ.μεταρσιωμένος, εμπνευσμένος, ενθουσιασμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ-ήλατος. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.